ωταρία

ωταρία
Πτερυγιόποδα της οικογένειας των ωταριιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Τα θηλαστικά αυτά, των οποίων τα άκρα έχουν σχήμα μεγάλων πτερυγίων, είναι διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες, αλλά προπάντων στο βόρειο ημισφαίριο. Kολυμπούν ταχύτατα, κινούνται δύσκολα στο έδαφος και στους πάγους και τρέφονται κυρίως με ψάρια και μαλάκια. Διαιρούνται σε δύο ομάδες: στους θαλάσσιους λέοντες και στις αρκτόμορφες ή θαλάσσιες αρκούδες. Γνωστότερα είδη της δεύτερης ομάδας είναι δύο: ο αρκτοκέφαλος του νότου (αrctocephαlus αustrαlis) ο οποίος συναντάται κοντά στις ακτές της Ανταρκτικής, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Νότιας Αμερικής και της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Tο αρσενικό φτάνει σε μήκος τα 2,50 μ. και έχει καφέ χρώμα με γκρίζες και κιτρινωπές αποχρώσεις· ο καλόρινος της Αλάσκας (cαlorhinus αlαscαnus) ο οποίος συναντάται στον βορειοανατολικό Ειρηνικό και στη Βερίγγειο θάλασσα, είναι λίγο μικρότερος από το προηγούμενο είδος και τα ενήλικα αρσενικά έχουν σκούρο καφέ χρώμα και γκρίζο ασημί τα θηλυκά και τα νεαρά άτομα. Oι θαλάσσιοι λέοντες και οι αρκτόμορφες ω. σχηματίζουν συχνά μεγάλα κοπάδια. Από τα διάφορα είδη των ω., ο καλόρινος της Αλάσκας τείνει να εκλείψει γιατί τον κυνηγούν πολύ τόσο για το δέρμα του όσο και για το λίπος, που υπάρχει κάτω από αυτό. Θαλάσσια λιοντάρια με τα νεογνά τους στις ακτές της Καλιφόρνια (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, Ν
ζωολ. γένος υδρόβιων σαρκοφάγων πτερυγιόποδων θηλαστικών τής οικογένειας ωταριίδες, κν. θαλάσσιο λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. otaria (< οὖς*, ὠτός + κατάλ. -aria, πρβλ. -αρία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὠτάρια — ὠτάριον a little ear neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠτάρι' — ὠτάρια , ὠτάριον a little ear neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωταριίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια μεγαλόσωμων υδρόβιων σαρκοφάγων θηλαστικών τής τάξης πτερυγιόποδα, με τυπικό το γένος ωταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. otariidae (< ωταρία + κατάλ. ίδες*)] …   Dictionary of Greek

  • POCULUM — I. POCULUM primo vola fuit, quod Diogenes non erubuit didicisse, a quodam, quem cavâ manu exceptam auqam oriadmovere vidit, abiectô hinc vasculo suô potoriô, tamquam supellectile non necessariâ, eius simplicitatem in posterum imitaturus. Verum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σατύριο — το / σατύριον, ΝΑ [Σάτυρος] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη, με 120 περίπου είδη, τα οποία απαντούν κυρίως στην τροπική και στη νότια Αφρική αρχ. 1. είδος αφροδισιακού… …   Dictionary of Greek

  • σατύριος — ίη, ον, Α [Σάτυρος] 1. σατυρικός 2. φρ. «σατύρια ὠτάρια» είδος κοσμημάτων για τα αφτιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”